- θερμοκλινές ή μεταλίμνιο
- Μικρού πάχους στρώμα των νερών μίας λίμνης, το οποίο το καλοκαίρι συνδέει το ανώτερο θερμό στρώμα υδάτων (επιλίμνιο) με το κατώτερο και πιο ψυχρό (μεταλίμνιο). Αυτό συμβαίνει γιατί το καλοκαίρι τα επιφανειακά στρώματα της λίμνης αναταράσσονται από τους ανέμους και θερμαίνονται, ενώ τα κατώτερα παραμένουν ψυχρά. Έτσι παρατηρείται μία σαφής διαστρωμάτωση σε τρεις κάθετες ζώνες, με σαφή και σχετικά απότομη κλίση της θερμοκρασίας στο θ.
Dictionary of Greek. 2013.